παχύφρων

παχύφρων
πᾰχύ-φρων, ον, gen. ονος,
A = παχύνοος, Tz.H.5.716, Hsch. s.v. Βοῦθος περιφοιτᾷ.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παχύφρων — ον, ΜΑ παχύνους, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] …   Dictionary of Greek

  • παχυφρόνων — παχύφρων gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύφρονες — παχύφρων masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ԹԱՆՁՐԱՄԻՏ — (մտի, տաց.) NBH 1 0796 Chronological Sequence: Early classical, 6c ա. παχύτερος, παχύτατος, παχύφρων stupidus, rudioris animi Թանձր մտօք. տխմար. որ եւ ԹԱՆՁՐԱԳՈՅՆ ասի. գապա. ... *Քան զամենեսեան վատթարագոյն եւ թանձրամիտ էր Աքազ: Երեւելի իրաց իմն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”